Τι Αγαπάς?

Συχνά πολλοί από εμάς βρισκόμαστε δέσμιοι δυσλειτουργικών σχέσεων που μας κάνουν δυστυχείς. Το ίδιο προκύπτει και στο θεραπευτικό πλαίσιο. Πολλοί θεραπευόμενοι δουλεύουν σκληρά με τον εαυτό τους μέσα στη θεραπεία και αναγνωρίζουν τη λειτουργικότητα της σχέσης τους, αδυνατούν να καταλάβουν και να δηλώσουν για ποιο λόγο παραμένουν σε αυτή τη σχέση?, πού είναι το βόλεμα?, σε τι τους εξυπηρετεί η σχέση αυτή? Συχνά η απάντηση στην ερώτηση : «Γιατί μένεις σε αυτή τη σχέση?» είναι: «Γιατί τον/την αγαπώ». Αυτή είναι μια εύλογη απάντηση. «Μετά από τόσα χρόνια σχέσης, τόσα που περάσαμε μαζί… τον/την αγαπώ… θυμάμαι τις καλές στιγμές».

Ένας από τους λόγους που δημιουργείται αυτή η ψευδαίσθηση αγάπης, αφορά την αδυναμία μας να εστιάσουμε στο ‘εδώ και τώρα’, στο παρόν, στο τι συμβαίνει μέσα στη σχέση τώρα, στο ποιος είναι ο σύντροφός μου τώρα, στο ποιος είμαι εγώ τώρα.
Συχνά εστιάζουμε στο πώς ήταν η σχέση κάποτε, στο πώς ήταν ο σύντροφός μας όταν τον γνωρίσαμε, στο πώς ήμασταν κάποτε εμείς. Θυμόμαστε τις καλές στιγμές που περάσαμε, ακόμα και αν αυτές υπήρξαν πολλά χρόνια πριν, και γραπωνόμαστε από αυτές. Ο χρόνος που έχει περάσει επηρεάζει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα του παρελθόντος. Βλέπουμε τις καλές στιγμές μέσα από ένα φακό νοσταλγίας και αναπόλησης που τις διαστρεβλώνει θετικά. Μια τέτοια σχέση ζει και υπάρχει στο παρελθόν, σε ένα χρόνο που δεν υπάρχει πια. Αυτή η σχέση με τα συγκεκριμένα δεδομένα που εμείς λαμβάνουμε υπόψη υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας και τρέφεται από την ανάγκη μας να δικαιολογήσουμε την επιλογή μας, να μη σκεφτούμε και να μην αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα να έχουμε κάνει λάθος επιλογή, ειδικά όταν η επιλογή αυτή έμεινε αμετάκλητη για πολλά χρόνια.

Πέρα από αυτή την καθήλωση στο παρελθόν συχνά καθηλωνόμαστε σε μια σχέση βασιζόμενοι σε μια ελπίδα αλλαγής (του ΆΛΛΟΥ πάντα) στο μέλλον. Στηριζόμαστε λοιπόν, στις καλές στιγμές του παρελθόντος και τις προβάλλουμε με τη μορφή ελπίδων στο μέλλον. Ελπίζουμε ότι το μέλλον θα αναστήσει το παρελθόν από τις στάχτες του. Με την ανάμνηση και την ελπίδα, με το παρελθόν και το μέλλον γινόμαστε δέσμιοι δυσλειτουργικών σχέσεων αν όχι κακοποιητικών σχέσεων. Ταλαντευόμενοι ανάμεσα σε ανάμνησης και ελπίδα, στηριζόμενοι στον φόβο ανάληψης ευθύνης για την επιλογή μας δικαιολογούμε την ύπαρξή μας μέσα σε μια «κακή σχέση» με τη φράση: «Τον/την αγαπώ». Αυτή η φράση λέγεται πολύ συχνά εντός και εκτός θεραπευτικού πλαισίου ως δικαιολογία για την παραμονή σε μια σχέση που μας καθηλώνει στη δυστυχία.
Τι απαντούμε όμως άραγε αν ερωτηθούμε : «Τι αγαπάς σε αυτόν/ην?» Συχνά δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Άλλες φορές αναφέρουμε αναμνήσεις και συχνά την ελπίδα μας για αλλαγή στο μέλλον. Με την επαναληπτική χρήση αυτής της ερώτησης, ειδικά στο θεραπευτικό πλαίσιο ή προς τον εαυτό μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πιθανότητα τελικά να μην αγαπάμε τον/την σύντροφο, να ανακαλύψουμε ότι η σχέση μας μπορεί να ήταν κάποτε λειτουργική αλλά δεν είναι πια. Παράλληλα αντιμετωπίζουμε τα δικά μας λάθη και αναλαμβάνουμε την ευθύνη των επιλογών μας και μόνο έτσι μπορούμε να οδηγηθούμε σε αλλαγή – είτε αυτό σημαίνει ότι μένουμε μέσα στη σχέση και τη δουλεύουμε σε νέα βάση και ξαναγνωρίζουμε τον άλλον και τον εαυτό μας, είτε η αναγνώριση της δυσλειτουργίας οδηγήσει τελικά σε λήξη της σχέσης.

Η αλλαγή για στη οποία αναφέρομαι δεν αφορά μόνο τη σχέση, ούτε μόνο τον άλλον – αφορά κυρίως εμάς. Είναι σημαντικό να αναλάβουμε την ευθύνη της αλλαγής του εαυτού εφόσον εμείς δηλώνουμε δυσαρεστημένοι από τη σχέση μας. Κι όταν λέω προσπαθούμε να αλλάξουμε δεν εννοώ να αλλάξουμε με βάση τα πρότυπα και τα θέλω του άλλου αλλά με βάση το ποιοι πραγματικά είμαστε στο «εδώ και τώρα». Η αλλαγή αυτού του τύπου εκφράζεται καλύτερα με τη φράση: « Επιστροφή στον εαυτό».
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: « Τι αγαπάμε στον άλλον?». Ίσως να μην μπορέσουμε με ακρίβεια να δώσουμε μια απάντηση, αλλά και μόνο η διερώτηση δημιουργεί εσωτερική κινητικότητα. Κι αφού αναρωτηθούμε τι αγαπάμε στον άλλον (ή καλύτερα πριν) ας αναρωτηθούμε : «Τι αγαπάμε σε εμάς?» και τι ο άλλος αγαπάει σε εμάς, κι ας μπούμε σε ένα διάλογο με τον εαυτό μας και τον άλλον, ας ξανα-στήσουμε τη σχέση σε νέα βάση, πραγματική και σταθερή. Αν και οι δύο έχουμε τη θέληση και τα εφόδια να μπούμε σε αυτό τον διάλογο μπορούμε να σώσουμε τη σχέση. Αν όμως έστω και ένας από τους δύο αρνείται ή αδυνατεί να μπει σε ουσιαστικό διάλογο, σε ουσιαστική επικοινωνία με τον εαυτό και τον άλλον, αν έστω ο ένας δεν μπορεί ή δεν θέλει να δουλέψει με στόχο την αλλαγή, αφήνοντας το ναρκισσιστικό «Εγώ» μας για λίγο στην άκρη η σχέση θα τελειώσει ή θα συνεχίσει μέσα στη δυσλειτουργία της.

Μια σχέση που ζει στο παρελθόν ουσιαστικά δεν υπάρχει, εμείς προσπαθούμε να την κρατήσουμε ζωντανή, τρέφοντάς την με τα πτώματα των αναμνήσεων. Είναι άξιο θαυμασμού το πόσο ωραιοποιούμε το παρελθόν και πόσο διογκώνουμε σε μέγεθος και αριθμό τις «καλές στιγμές» μπροστά στον φόβο αναγνώρισης του λάθους της επιλογής μας και ανάληψη ευθύνης για αυτή την επιλογή. Κυρίως, όμως, μας κυριεύει ο φόβος της αλλαγής ακόμα και αν αυτή η αλλαγή είναι θετική και λογικά επιθυμητή. Κάθε βόλεμα και κάθε στασιμότητα ριζώνει πάνω σε ένα φόβο, ένα φόβο που σχεδόν πάντα αφορά ανάληψη ευθύνης για τις επιλογές μας και συνεπώς φόβο αλλαγής και ξεβολέματος.