Δημιουργία και Αλλαγή Στερεοτύπων

 

Εισαγωγή

στερεότυπαΤο θέμα της παρούσας εργασίας είναι αν είναι δυνατή και με ποιο τρόπο η αλλαγή στερεοτύπων. Πριν όμως περάσουμε στην ανάλυση του εν λόγω ζητήματος θεωρούμε δόκιμο να αναφέρουμε ένα δύο-ορισμούς που έχουν κατά καιρούς προταθεί για την έννοια του στερεοτύπου. Ένας από τους πρώτους ορισμούς για την έννοια του στερεοτύπου δόθηκε από τον Walter Lippman το 1922 και είναι ο εξής: «τα στερεότυπα είναι εικόνες στο μυαλό μας που αφορούν διάφορες κοινωνικές ομάδες». Αργότερα πολλοί ψυχολόγοι αντιμετώπισαν τα στερεότυπα ως λανθασμένες γενικεύσεις, άκαμπτες, υπεραπλουστευμένες και μεροληπτικές. Ο Brown (1958,1965) χαρακτηρίζει τα στερεότυπα ως μη αντικειμενικά , αφού αποτελούν μη αντικειμενικές γενικεύσεις κατηγοριών. Αποτελούν γενικεύσεις βασισμένες πάνω σε κάτι που έχουμε ακούσει παρά στην άμεση εμπειρία μας με κάποιο μέλος της εν λόγω κατηγορίας.

Τα στερεότυπα είναι μέρος της καθημερινότητάς μας και παρόλο που πολλές φορές όπως προαναφέραμε είναι ανακριβή μας βοηθούν στην οργάνωση των υπόλοιπων ανθρώπων μέσα στο μυαλό μας. Η αξία των στερεοτύπων είναι κυρίως γνωστικής- οικονομίας αφού είναι αδύνατο να έχουμε μια ξεχωριστή κατηγορία για κάθε άτομο στο μυαλό μας. Μια τέτοιου είδους οργάνωση και «κατηγοριοποίηση» (αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάτι τέτοιο κατηγοριοποίηση) θα ήταν χαοτική.

Παρόλα αυτά τα στερεότυπα, όπως ο καθένας από εμάς γνωρίζει από την προσωπική του εμπειρία μέσα στο κοινωνικό σύνολο, πολύ συχνά είναι υπερβολικά άκαμπτα και υπέρ του δέοντος ανακριβή δημιουργώντας έντονες συγκρούσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και οδηγώντας στην προκατάληψη και κατ’ επέκταση στην περιθωριοποίηση μελών κάποιας συγκεκριμένης ομάδας από τα μέλη κάποιας άλλης ομάδας (ή και άλλων ομάδων). Για το λόγο αυτό πολλοί ερευνητές της κοινωνικογνωστικής, κυρίως, ψυχολογίας ερευνούν την αντίσταση των στερεοτύπων στην αλλαγή, τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η αλλαγή σε ένα στερεότυπο αλλά και τις προϋποθέσεις ώστε η αλλαγή αυτή να έχει διάρκεια, δηλαδή να είναι ουσιαστική ριζική. Η αλλαγή των στερεοτύπων είναι πολύ δύσκολη και ένας από τους λόγους είναι ότι τα στερεότυπα μπορεί να οδηγήσουν σε μεροληπτική ερμηνεία των νέων πληροφοριών, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αυτές επιβεβαιώνουν το στερεότυπο. Επίσης συχνά και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. γνωστική υπερφόρτωση) έχουμε τη συνήθεια να προσέχουμε περισσότερο τις πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ένα στερεότυπο απ’ ότι τις πληροφορίες που το διαψεύδουν. Συνεπώς οι μεροληψία υπέρ των επιβεβαιωτικών πληροφοριών ισχυροποιεί την αντίσταση του στερεοτύπου στην αλλαγή (Χαντζή και Hewstone, 1992).

 

Τα στερεότυπα ως σχήματα

 

Σταθερότητα στερεοτύπων και τρία μοντέλα για την αλλαγή στερεοτύπων.

 

Τα στερεότυπα είναι τύπος σχήματος που ,όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, οργανώνει πληροφορίες και γνώση για ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών. «Στερεότυπο είναι μια γνωστική δομική έννοια αναφερόμενη στο σύνολο των προσδοκιών τις οποίες έχει το άτομο που αντιλαμβάνεται τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας» (Hamilton, 1979). Τα στερεότυπα εμπίπτουν στην κατηγορία σχημάτων που χαρακτηρίζονται ως καλώς ανεπτυγμένα, και ως τέτοια αντιστέκονται στην αλλαγή εξακολουθώντας να υπάρχουν εις πείσμα ασυνεπειών και αντιφατικών προς αυτά μαρτυριών και γεγονότων. Για παράδειγμα ένα άτομο που έχει στο μυαλό του ένα αρνητικό στερεότυπο για τους Εβραίους (συνήθως το στερεότυπο για τους Εβραίους έχει ως εξέχον χαρακτηριστικό τη φιλαργυρία) ακόμα και αν έρθει σε επαφή με κάποιον Εβραίο που δεν έχει χαρακτηριστικά του στερεοτύπου αυτού σπάνια θα αλλάξει το καλώς εδραιωμένο του στερεότυπο (που αφορά τους Εβραίους). Μια υπόθεση που κάναμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο αυτό, η οποία πηγάζει από την προσωπική μας εμπειρία, είναι το ότι έναν φίλο μας ο οποίος ανήκει σε μια ομάδα για την οποία έχουμε κάποιο στερεότυπο στο οποίο αυτός δεν ανταποκρίνεται συνηθίζουμε να τον κατηγοριοποιούμε ξεχωριστά, να τον βλέπουμε ως άτομο και να «ξεχνάμε» ότι ανήκει στην ομάδα αυτή. Αυτή μας η υπόθεση θεωρούμε ότι χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Παρόλα αυτά κάτω από ορισμένες συνθήκες γίνεται δυνατή η αλλαγή ακόμα κι ενός πολύ καλά εδραιωμένου στερεοτύπου. Οι Weber και Crocker (1983) περιγράφουν τρία πιθανά μοντέλα αλλαγής σχημάτων και κατ’ επέκταση στερεοτύπων. Το λογιστικό μοντέλο των Rumelhart και Norman (1978) προτείνει ότι οι άνθρωποι συντονίζουν το σχήμα με ακρίβεια προς κάθε νέα πληροφορία και ενώ πληροφορίες που αντιτίθενται στο σχήμα οδηγούν σε μικρές και βαθμιαίες αλλαγές, σωρεία αντιφατικών πληροφοριών ή ακραίων αποκλίσεων από το σχήμα οδηγεί σε σημαντική αλλαγή του. Αυτό σημαίνει ότι η έκταση της αλλαγής του στερεοτύπου είναι ευθέως ανάλογη του αριθμού των αντιφατικών, προς το στερεότυπο, πληροφοριών, δηλαδή όσο πιο πολλές μη επιβεβαιωτικές του στερεοτύπου πληροφορίες τόσο πιο μεγάλη η αλλαγή του. Οι εμπνευστές του μοντέλου αυτού θεωρούν ότι η μεγάλη ποσότητα πληροφοριών οδηγεί στην αλλαγή στερεοτύπου δυσκολεύοντας την επιλεκτική προσοχή πληροφοριών που επιβεβαιώνουν το υπάρχον στερεότυπο. Όταν μια πληροφορία επαναλαμβάνεται είναι πιο πιθανό να γίνει αντιληπτή και να περάσει στη μακρόχρονη μνήμη έτσι η επανάληψη μη επιβεβαιωτικών προς το στερεότυπο πληροφοριών κάνει πιο πιθανή την αποθήκευσή τους στη μνήμη και κατά συνέπεια κλονίζεται η αντίσταση του στερεοτύπου στην αλλαγή. Το μοντέλο αυτό ασχολείται κυρίως με την ποσότητα των μη επιβεβαιωτικών πληροφοριών που χρειάζονται για να αλλάξει ένα στερεότυπο αλλά δε γίνεται καμία αναφορά στις διαδικασίες αλλαγής του στερεοτύπου, στο ποιες θεωρούνται ευνοϊκές συνθήκες για να επέλθει η αλλαγή αυτή, στο πως παρεμβαίνουν τα κίνητρα (π.χ. μεροληψίες εναντίων μιας ομάδας εξαιτίας χρησιμοθηρίας) και στο τι ρόλο παίζουν οι συναισθηματικοί παράγοντες.

Το μοντέλο της μετατροπής του Rothbart (1981) υποστηρίζει ότι ενώ μικρού μεγέθους ή ισχύος ασυνέπειες γίνονται ανεκτές, τα σχήματα είναι δυνατό να αλλάξουν απρόσμενα και δραματικά όταν έρχονται αντιμέτωπα με περιπτώσεις που σαφώς τα διαψεύδουν.

Τέλος το μοντέλο της υποτυποποίησης των Weber και Crocker (1983) υποστηρίζει ότι οι περιπτώσεις που αντιτίθενται στο σχήμα υποβιβάζονται σε υποκατηγορίες. Η δημιουργία των υποτύπων μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η καθοδήγηση. Όταν ένα άτομο της ομάδας που ασπάζεται ένα στερεότυπο για κάποια άλλη ομάδα «καθοδηγήσει» με τη συμπεριφορά του τα μέλη της ομάδας του στο να δημιουργήσουν έναν υπότυπο για ένα άτομο που ανήκει στην ομάδα στην οποία αναφέρεται το στερεότυπο. Αυτό σίγουρα δείχνει ότι όπως και η δημιουργία των στερεοτύπων έτσι και η προσπάθεια αλλαγής τους είναι κοινωνική διαδικασία και επηρεάζεται από τη διάδραση των ατόμων μέσα στην κοινωνία ή στην ομάδα. Ο δεύτερος τρόπος δημιουργίας υποτύπων είναι η συλλογή πληροφοριών που να καταδεικνύουν ότι η ομάδα την οποία αφορά το στερεότυπο, δεν είναι τόσο ομοιογενής όσο η ομάδα, η οποία κατέχει το στερεότυπο, θεωρούσε ότι είναι. Με βάση την ιεραρχική δομή που οι δύο μελετητές προσδίδουν στο σχήμα θεωρούν ότι αυτό μπορεί να διαφοροποιηθεί ιεραρχικά, με την ανάπτυξη υποτύπων οι οποίοι προσαρμόζουν κάποιες εξαιρέσεις στο σχήμα αλλά γενικά το αφήνουν ακέραιο (Augoustinos &Walker από σημειώσεις μαθήματος Γνωστική- Κοινωνική Ψυχολογία). Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις οι υπότυποι που δημιουργούνται είναι τόσο ισχυροί (π.χ. χρησιμοποιούνται συχνά ή είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους) ώστε να αμβλυνθούν ή και να διαλυθούν οι πεποιθήσεις που υπάρχουν για τη συγκεκριμένη κατηγορία- ομάδα. Συνεπώς με βάση αυτό το μοντέλο η αλλαγή του στερεοτύπου είναι εφικτή όταν οι πληροφορίες που το διαψεύδουν είναι διάσπαρτες σε πολλά μέλη της ομάδας την οποία αφορά το στερεότυπο, ώστε να μην υπάρχει η πιθανότητα σαφούς και ισχυρής υποτυποποίησης (Χαντζή και Hewstone,1999). Συνεπώς οι Weber & Crocker υποστηρίζουν την ανθεκτικότητα των σχημάτων- στερεοτύπων στην αλλαγή (Augoustinos &Walker από σημειώσεις μαθήματος Γνωστική- Κοινωνική Ψυχολογία). Το μοντέλο αυτό μπορεί εν μέρει να εξηγήσει την υπόθεση που παρατίθεται πιο πάνω αλλά όχι απόλυτα αφού πολλές φορές «επιλέγουμε να ξεχνάμε» να κατατάσσουμε ένα προσφιλές μας άτομο στη ομάδα στην οποία ανήκει για την οποία εμείς έχουμε αρνητικό στερεότυπο χωρίς να μπούμε καν στη διαδικασία να το θεωρήσουμε μια εξαίρεση. Είναι σαν να του αφαιρούμε μέσα μας την ταυτότητά του ως μέλους της εν λόγω ομάδας και τον τοποθετούμε σε μια άλλη κατηγορία όπως π.χ. των φίλων μας.

 

Πειράματα και έρευνες για τον έλεγχο των μοντέλων

 

Οι Weber & Crocker (1983) έκαναν μια σειρά από πειράματα με στόχο τους να διαφοροποιήσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες ήταν πιο πιθανό να αλλάξει ένα στερεότυπο. Με αυτά τους τα πειράματα παρατήρησαν ότι σε καταστάσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία που διέψευδαν το στερεότυπο ήταν διάσπαρτα σε πολλές περιπτώσεις πιο πιθανό ήταν η αλλαγή του στερεοτύπου να ακολουθούσε το λογιστικό μοντέλο ενώ όταν τα στοιχεία διάψευσης συγκεντρώνονταν σε λίγες περιπτώσεις είναι πιο πιθανό να δημιουργηθούν υπότυποι. Γενικά φάνηκε ότι όσο λιγότερο αντιπροσωπευτικό της ομάδας είναι το άτομο και όσο πιο ακραία η απόκλιση της συμπεριφοράς του από το στερεότυπο, τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση να αντιμετωπίζεται το άτομο αυτό ως εξαίρεση και να υποτυποποιείται. Με αυτό τον τρόπο το στερεότυπο αντιστέκεται στην αλλαγή. Μέσα από τα πειράματα των Weber & Crocker πολύ λίγα ευρήματα υποστήριζαν το μοντέλο της μετατροπής.

Έρευνα πεδίου που πραγματοποίησαν οι Hewstone, Hopkins & Routh (1992) κατέδειξε ότι οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με άτομα που διαψεύδουν ένα στερεότυπο είναι λιγότερο πιθανό να αλλάξουν το στερεότυπό τους για την ομάδα και πιο πιθανό να υποτυποποιήσουν το άτομο που αποκλίνει από το συγκεκριμένο στερεότυπο. Συνεπώς πάλι βρέθηκε ότι η υποτυποποίηση δεν οδηγεί σε αλλαγή του στερεοτύπου αντιθέτως είναι μια διαδικασία που ενισχύει την αντίσταση του στερεοτύπου στην αλλαγή. Στο συγκεκριμένο πείραμα μαθητές σχολείου έρχονταν σ’ επαφή με έναν αξιωματικό της αστυνομίας με στόχο την αλλαγή του αρνητικού στερεοτύπου που είχαν για τους αστυνομικούς. Τα αποτελέσματα όμως έδειξαν ότι το στερεότυπο δεν άλλαξε, ότι ο συγκεκριμένος αξιωματικός θεωρήθηκε από τα παιδιά ως εξαίρεση κι ότι τον συνέδεαν με υπηρεσίες σχετικές με το σχολείο ενώ τους υπόλοιπους αστυνομικούς με νομικές υπηρεσίες και τη διατήρηση της τάξης.

Έρευνες των Hewstone, Johnston & Aird (1992) έφεραν ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη στο μοντέλο των υποτύπων ενώ ανακάλυψαν ότι το μέγεθος και η ποιότητα της αλλαγής στερεοτύπου εξαρτάται από την ποικιλότητα της κοινωνικής ομάδας στη οποία αναφέρεται το στερεότυπο. Δηλαδή για μια ομάδα που θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια είναι πιο πιθανό η συγκέντρωση πληροφοριών που διαψεύδουν το στερεότυπο να επιφέρει αλλαγή του στερεοτύπου απ’ ότι για μια ομάδα που χαρακτηρίζεται, θεωρητικά, από ανομοιογένεια και οι παρεκκλίσεις είναι αναμενόμενες άρα και γίνονται ανεκτές με αποτέλεσμα τη μη αλλαγή του στερεοτύπου. Ακόμα όμως κι η αλλαγή στα στερεότυπα που αφορούσαν ομοιογενείς ομάδες δεν ήταν σημαντική.

Μια σχετικά καινούρια έρευνα των Hewstone & Hatzi (1999) προσέφερε ευρήματα που υποστηρίζουν το μοντέλο των υποτύπων αλλά όχι το λογιστικό μοντέλο. Στην έρευνα αυτή βρέθηκε ότι ισχύει η πρωταρχική εκδοχή του μοντέλου των υποτύπων η οποία αναφέρεται πιο πάνω.

 

Πώς η περίπτωση ενός παίχτη του golf μπορεί να εξηγήσει τα τρία μοντέλα αλλαγής στερεοτύπων;

Μετά από τις έρευνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω και αναφέρουν ευρήματα που υποστηρίζουν κάποιο μοντέλο περισσότερο και κάποιο λιγότερο θα ήταν, θεωρούμε, δόκιμο να αναφέρουμε ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό ποιους τρόπους προτείνουν τα πιο πάνω μοντέλα για επιτυχή αλλαγή των στερεοτύπων. το παράδειγμα που θα αναφερθεί είναι δανεισμένο από τον Brown (1995).

O golfer Bill Raymond θεωρεί ότι το golf δεν είναι γυναικείο άθλημα και θεωρεί τις γυναίκες πολύ κατώτερου επιπέδου παίκτες golf σε σχέση με τους άντρες και με την ανικανότητά τους υποβιβάζουν το άθλημα. Υποστηρίζει ότι ο μέσος όρος των γυναικών χρησιμοποιούν μόνο ένα μπαστούνι και με αυτό μπορούν να στείλουν το μπαλάκι μέχρι 100 γιάρδες μακριά. Ακόμα υποστηρίζει ότι η μέση γυναίκα είναι πολύ χειρότερη από το μέσο άνδρα κι ότι τα δύο φύλα παίζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Τέλος αναφέρει ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να παίζουν ούτε γρήγορα αλλά ούτε με ακρίβεια.

Με ποιο τρόπο και τι είδους πληροφορίες πρέπει να πάρει ο άνδρας αυτός ώστε να αλλάξει το αρνητικό του στερεότυπο για τις γυναίκες παίκτριες και να αναγνωρίσει ότι δεν παίζουν χειρότερα απ’ ότι οι άντρες;

Αν δούμε το παράδειγμα από τη σκοπιά του λογιστικού μοντέλου ο Bill μπορεί να αλλάξει το στερεότυπο που του υπαγορεύει ότι οι γυναίκες είναι χειρότερες παίχτριες αν συναντήσει στο γήπεδο πολλές γυναίκες που να παίζουν πολύ καλά πράγμα που θα διέψευδε το στερεότυπό του. Πιο καλό θα ήταν αν καθεμιά από τις παίχτριες που θα συναντούσε ήταν πολύ καλά σε ένα διαφορετικό ‘τομέα’ του παιχνιδιού. Η συγκέντρωση στοιχείων τόσο αντίθετων με το στερεότυπό του για τις γυναίκες που παίζουν golf θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγή του εν λόγω στερεοτύπου.

Από τη σκοπιά του μοντέλου της μεταστροφής αλλαγή του στερεοτύπου θα μπορούσε να επέλθει αν ο Bill συναντούσε στο γήπεδο λίγα αλλά ακραία παραδείγματα πολύ καλών παιχτριών του golf. Με βάση το μοντέλο αυτό οι ακραίες αυτές περιπτώσεις που διαψεύδουν τόσο έντονα το στερεότυπό του θα ήταν πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε αλλαγή του στερεοτύπου αυτού.

Αν όμως δούμε και τη θεωρία των υποτύπων τα ακραία παραδείγματα πολύ καλών παιχτριών θα μπορούσαν να μπουν σε μια νέα υποκατηγορία αυτή των «επαγγελματιών». Κάτι τέτοιο όμως δε «σπάζει» την ανθεκτικότητα του στερεοτύπου στη αλλαγή και το διατηρεί ανέπαφο. Αν όμως ο Bill συναντούσε πολλές παίχτριες με εξαίρετες επιδόσεις στο παιχνίδι η καθεμιά σε άλλο τομέα τότε θα δημιουργούσε πολλές υποκατηγορίες – υποτύπους. Η δημιουργία πολλών υποκατηγοριών οδηγεί σε

εξασθένηση του κύριου στερεοτύπου αφού οι διάφορες υποκατηγορίες καθιστούν την υπερ-κατηγορία/ στερεότυπο άχρηστη. Συνεπώς το στερεότυπο εξασθενεί.

 

Επίλογος – σχόλια - υποθέσεις

 

Μέσα από τη μελέτη μας για τις ανάγκες της εργασίας αυτής είδαμε ότι οι έννοιες ,όπως αυτή των στερεοτύπων, είναι πολύπλευρες και πολύ δύσκολο να τις προσεγγίσουμε. Όπως και στην προσπάθεια να δοθεί ένας ορισμός στην έννοια του στερεοτύπου οι απόψεις των μελετητών – ερευνητών διαφέρουν από λίγο ως πολύ έτσι και στη μελέτη της αλλαγής στερεοτύπων, όπως φαίνεται και πιο πάνω, οι απόψεις είναι πολλές και αρκετά διαφορετικές.

Είδαμε τρία μοντέλα που προσπαθούν να εξηγήσουν την αλλαγή στερεοτύπων. Μέσα από αυτά τα θεωρητικά μοντέλα ήταν φανερή η μεγάλη ανθεκτικότητα των στερεοτύπων στην αλλαγή. Πιο πολύ μας έκανε εντύπωση το μοντέλο των υποτύπων επειδή στο πλαίσιο του μοντέλου αυτού γίνεται πιο φανερή η έντονη αντίσταση των στερεοτύπων στην αλλαγή. Στην προσπάθειά μας, ηθελημένη ή μη, να μην αλλάξουμε και να διατηρήσουμε ακέραια τα στερεότυπά μας φτιάχνουμε υποκατηγορίες για να κατατάξουμε εκεί οποιοδήποτε άτομο δε συμφωνεί και «απειλεί» το στερεότυπό μας για την ομάδα στη οποία ανήκει.

Επίσης προσέξαμε το γεγονός ότι πολλές φορές στην προσπάθειά μας να διατηρήσουμε το στερεότυπο αγνοούμε πληροφορίες που αντιτίθενται σε αυτό και δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση σε πληροφορίες που το επιβεβαιώνουν.

Μετά από αυτές τις πληροφορίες μας δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα ειδικά όσον αφορά τη θέση των κινήτρων (χρησιμοθηρία) σ’ αυτή την δύσκολη διαδικασία της αλλαγής στερεοτύπων. Επίσης δεν είδαμε καθόλου να σχολιάζεται ο ρόλος των συναισθημάτων τόσο στην αντίσταση στην αλλαγή των στερεοτύπων όσο και στην ίδια την αλλαγή. Υποθέτουμε ότι η ανθεκτικότητα των στερεοτύπων επηρεάζεται από το συναισθηματικό φορτίο που κρύβει μέσα του το στερεότυπο. Ακόμα θεωρούμε ότι το πόσο δύσκολη η εύκολη είναι η αλλαγή ενός στερεοτύπου επηρεάζεται από τη σημασία του στερεοτύπου για το άτομο ή την ομάδα και από το τι αξία έχει το στερεότυπο αυτό για τα άτομα. Σίγουρα πρέπει να αναφέρουμε ότι αναρωτηθήκαμε κατά πόσο ο τρόπος, ο χρόνος και η αιτία δημιουργίας του στερεοτύπου επηρεάζουν κι αυτά με τη σειρά τους την ανθεκτικότητα και τους τρόπους αλλαγής του.

Μια παρατήρηση που προέκυψε από τη μελέτη της αλλαγής στερεοτύπων αλλά και από την καθημερινή μας εμπειρία μέσα στην κοινωνία και μέσα στις διαδράσεις των κοινωνικών ομάδων, η οποία έχει αναφερθεί και πιο πριν στο κείμενο είναι η περίπτωση που «ξεχνάμε» την ταυτότητα ενός αγαπητού μας ατόμου όταν αυτή η ταυτότητα πηγάζει από μια ομάδα για την οποία έχουμε ένα αρνητικό στερεότυπο. Μέσα από την προσωπική μας εμπειρία θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα για να γίνει πιο σαφής η σκέψη μας για το ζήτημα αυτό. Ένας πολύ καλός μας φίλος είναι Αλβανός κι όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε έχουμε κι εμείς ένα όχι τόσο θετικό στερεότυπο για τους Αλβανούς. Παρόλα αυτά όταν μιλάμε για τον Γ. δε μας περνάει καν απ’ το νου ότι είναι από την Αλβανία σαν να απωθούμε και να μη δίνουμε καμιά σημασία στην πληροφορία αυτή. Δεν είναι ότι τον θεωρούμε εξαίρεση και δημιουργούμε μια ξεχωριστή κατηγορία γι αυτόν απλά «ξεχνάμε» την Αλβανική του ταυτότητα. Σίγουρα χρειάζεται ακόμα πολλή μελέτη του τρόπου δημιουργίας και εδραίωσης των στερεοτύπων και των διαδικασιών αλλαγής των στερεοτύπων αυτών.

Η κατηγοριοποίηση είναι χωρίς αμφιβολία απαραίτητη για τον άνθρωπο αλλά οι άκαμπτες κατηγορίες – σχήματα (όπως είναι και τα στερεότυπα) μας οδηγούν σε υπεργενικεύσεις που δυσκολεύουν τη συμβίωσή μας με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τα στερεότυπα προέρχονται από ασαφείς πληροφορίες αλλά και οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και ακραίες αβάσιμες αντιδράσεις. Πολλές ακρότητες έχουν γίνει εξαιτίας των στερεοτύπων και πολλές διαμάχες. Πολλές παρεξηγήσεις έχουν δημιουργηθεί από λανθασμένες υπεργενικεύσεις. Πολλές φιλίες δεν έχουν γεννηθεί, πολλοί τσακωμοί έχουν δημιουργηθεί, πολύς φόβος έχει μπει ανάμεσά μας κι όλα αυτά εξαιτίας των στερεοτύπων. Θεωρούμε ότι η μελέτη για την αλλαγή των στερεοτύπων πρέπει να συνεχίσει τουλάχιστον για να μπορέσει η νέα γενιά να αποφύγει παράλογα μίση που στηρίζονται σε εξ ακοής αβάσιμες πληροφορίες οι οποίες απαρτίζουν τα περισσότερα στερεότυπα.

 

Βιβλιογραφία

Allport, W.G. (2000) The nature of prejudice. Στο C. Stangor (2000). Stereotypes and prejudice: Essential Readings. Philadelphia, PA: Psychology press.

Brown, R. (1995). Prejudice: It’s social psychology. Blackwell

Campel, T. (1990). Στερεότυπα και αντίληψη των διαφορών μεταξύ των ομάδων. Στο: Στ. Παπαστάμου.(Επιμ.) Διομαδικές σχέσεις. Αθήνα. Οδυσσέας

Hewstone, M. (1989). Changing stereotypes with disconfirming information. Στο D. Campbell, C.F. Grunmonn, A.W. Krulanski, & W. Stroebe. Stereotyping and prejudice: changing conceptions. New York: Springer-Verlag.

Hewstone, M. (1994). Revision and change of stereotyping beliefs: In search of the elusive subtyping model. Στο W. Stroebe & M. Hewstone (Eds). European review of social psychology. Chichester: Whiley.

Hewstone, M., Hamberger, J. (2000). Perceived variability and stereotype change. Journal of experimental social psychology, 36, 103-124.

Hewstone, M., Johnston, L., & Aird, P. (1992). Cognitive models of stereotype change: (2) Perceptions of homogeneous and heterogeneous groups. European journal of social psychology, 22, 235-249

Johnston, L., Hewstone, M., (1992). Cognitive models of stereotype change. 3. subtyping and the perceived typicality of disconfirming group members. Journal of experimental social psychology, 28, 360-386.

Johnston, L., Hewstone, M., Pendry, L., & Frankish, C. (1994). Cognitive models of stereotype change (4): motivational and cognitive influences. European journal of social psychology, 24, 237-265.

Weber, R., & Crocker, J. (1983). Cognitive processes in the revision of stereotypic beliefs. Journal of personality and social psychology, 20, 961-977.

Χαντζή, Α. (1999). Κοινωνική ψυχολογία. Στο Στ. Βοσνιάδου (Επιμ.) Εισαγωγή στην ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg.