Συνηθισμένες Δυσκολίες που οδηγούν στην Ψυχοθεραπεία

stress_

Άγχος

Οι λέξεις άγχος, αγχώνομαι ή στρεσάρω με στις μέρες μας έχουν γίνει κομμάτι του καθημερινού μας λεξιλογίου. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε ανάμεσα στο «φυσιολογικό», «δικαιολογημένο» άγχος και το δυσλειτουργικό ή μη «φυσιολογικό» άγχος. Το «φυσιολογικό» άγχος αναφέρεται στο απλό καθημερινό άγχος που συνήθως πηγάζει από την διεκπεραίωση των καθημερινών μας υποχρεώσεων. Το άγχος αυτό πηγάζει από ένα πραγματικό αγχογόνο ερέθισμα και συνήθως το άτομο είναι ενήμερο γι αυτό. Σ’ αυτή την περίπτωση όταν απουσιάσει το αγχογόνο ερέθισμα το συναίσθημα του άγχους εξαλείφεται. Όταν από την άλλη μιλάμε για μη δικαιολογημένο ή «μη φυσιολογικό» άγχος συνήθως δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο ή πραγματικό αγχογόνο ερέθισμα αλλά παρόλα αυτά το άτομο βιώνει έντονο άγχος το οποίο δημιουργεί δυσκολίες στην καθημερινότητα του ατόμου. Αφού δεν υπάρχει πραγματικό αγχογόνο ερέθισμα ή το ερέθισμα δεν δικαιολογεί τόσο έντονο άγχος ή το άτομο δεν είναι ενήμερο γι αυτό ή το άγχος είναι γενικευμένο, το άτομο δεν μπορεί να εντοπίσει την πηγή του άγχους του και έτσι δυσκολεύεται να το αντιμετωπίσει. Συνήθως αυτού του τύπου το άγχος (όπως και το φυσιολογικό άγχος αλλά σε μεγαλύτερη ένταση) έχει σωματικά συμπτώματα. Το άτομο σε μια «κρίση» άγχους βιώνει ταχυκαρδία, εφίδρωση, σκοτοδίνη, γρήγορη αναπνοή, μυϊκή ένταση, αϋπνία και τάση για λιποθυμία. Είναι μια κατάσταση απόλυτης απώλειας ελέγχου και έντονου φόβου αφού τα συμπτώματα μοιάζουν πολύ με συμπτώματα καρδιακών προβλημάτων. Τα αίτια των αγχωδών διαταραχών ή κρίσεων άγχους είναι πολλαπλά και διαφέρουν σε κάθε ψυχολογική θεωρία.

Σε μια διαδικασία ψυχοθεραπείας προσπαθούμε να βρούμε του λόγους που το συγκεκριμένο άτομο αδυνατεί να ελέγξει το άγχος του, το από πού πηγάζει το άγχος αυτό, σε τι χρησιμεύει στο άτομο και εμφανίζεται αυτή η συμπεριφορά και να βρούμε τρόπους ώστε το άτομο να μπορεί να είναι λειτουργικό στην καθημερινότητά του. Συχνά όταν αγγίξουμε την πηγή του άγχους και γίνει ενήμερο το άτομο για την αιτία του άγχους του ή τη χρησιμότητά του, το άγχος υποχωρεί σαν «από μόνο του». Η γνώση συχνά προσφέρει ένα αίσθημα ελέγχου στο άτομο η απουσία του οποίου ίσως οδήγησε στο υπερβολικό άγχος το οποίο βίωνε το άτομο. Στη Υπαρξιακή θεωρία το άγνωστο από μόνο του προκαλεί έντονο άγχος αφού το άγνωστο είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Με βάση αυτό η γνώση ή η αποδοχή του αγνώστου οδηγεί σε αίσθημα ελέγχου με αποτέλεσμα τη μείωση του άγχους.

Κατάθλιψη ή μελαγχολία

Η «βαριά» κατάθλιψη συνήθως χρίζει ψυχολογικής και φαρμακευτικής αγωγής αφού θεωρείται και με βάση τις μέχρι τώρα έρευνες τα αίτια της κατάθλιψης είναι ψυχολογικά και βιολογικά. Πέρα απ’ αυτές τις πολύ έντονες διαταραχές η μελαγχολία ή έντονη θλίψη συναντάται συχνά σε καθημερινούς ανθρώπους τις εποχής μας. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από ανηδονία, έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή και την καθημερινότητα, διαταραχές στον ύπνο, άσχημη διάθεση, δυσκολία διεκπεραίωσης καθημερινών υποχρεώσεων, αδυναμία- έλλειψη ενέργειας, δυσκολία εμπλοκής σε σχέσεις και συζητήσεις ή ευχάριστες δραστηριότητες. Αυτή η έντονη θλίψη συνήθως χαρακτηρίζεται από έλλειψη νοήματος στη ζωή και αδυναμία του ατόμου να αντεπεξέλθει μέσα στις σχέσεις του και τις καθημερινές του δραστηριότητες. Και σ’ αυτή την περίπτωση όπως και στο άγχος, πολύ συχνά δεν υπάρχει πραγματικός λόγος γι’ αυτή τη θλίψη ή τουλάχιστον μια αιτία που δικαιολογεί μια τόσο έντονη θλίψη. Συνήθως το άτομο δεν είναι ενήμερο για τα αίτια της θλίψης του και συχνά χαρακτηρίζει την κατάσταση την οποία βιώνει ως γενικευμένη μέσα στην οποία τίποτα δεν το ευχαριστεί ενώ έντονο είναι το αίσθημα του ατόμου ότι είναι εγκλωβισμένο μέσα σ’ αυτή την κατάσταση και θεωρεί απίθανη τη δυνατότητα να βγει από αυτήν.

Κατά τη θεραπευτική διαδικασία το άτομο προτρέπεται να μιλήσει για τα συναισθήματα του και να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ενώ προσπαθεί να ενημερωθεί για τα πράγματα ή τις καταστάσεις που το στεναχωρούν ή ενισχύουν την ανάγκη του να παραμείνει μέσα στη θλίψη. Μέσα από την ενίσχυση της θεραπευτικής σχέσης προσπαθούμε να ενισχύσουμε τις υγιείς σχέσεις του ατόμου έξω από τη θεραπεία και μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία βοηθούμε το άτομο να βρει το προσωπικό του νόημα στη ζωή του.

Διατροφικές Διαταραχές

Οι διατροφικές διαταραχές γίνονται θέμα συζήτησης συχνά ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία και ειδικά μετά τις αποκαλύψεις στα μέσα μαζικής επικοινωνίας για μοντέλα που έφτασαν μέχρι το θάνατο λόγω ανορεξίας. Παρόλο που η λέξη ανορεξία προϋποθέτει έλλειψη όρεξης κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στα άτομα με ανορεξία. Η ανορεξία δεν είναι απλά μια δίαιτα αλλά μια πολύ σοβαρή διαταραχή με μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή του ατόμου. Το άτομο δεν έχει πραγματική εικόνα του εαυτού του και παρόλο που μπορεί να είναι πολύ αδύνατο ή και αποστεωμένο βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη ως χοντρό και υπέρβαρο. Στην ανορεξία ο κίνδυνος για την υγεία του ατόμου είναι πολύ έντονος έτσι συχνά τα άτομα με ανορεξία ιδρυματοποιούνται ή ακολουθούν κλειστά προγράμματα θεραπείας ώστε να βελτιωθεί η σωματική τους υγεία ενώ παράλληλα και εν συνεχεία ακολουθούν πρόγραμμα ψυχοθεραπείας. Άλλες διατροφικές διαταραχές είναι η βουλιμία, η υπερ-φαγεία αλλά και κάθε μη υγιής σχέση με το φαγητό.

Τα αίτια των διατροφικών διαταραχών έχουν συχνά να κάνουν με σχέσεις μέσα στην οικογένεια, με την ανάγκη ελέγχουν και έντονο φόβο από την έλλειψη αυτού, με την ανάγκη να καλυφθούν συναισθηματικά κενά και με την εικόνα του εαυτού.

Όταν δεν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ατόμου μπορούμε να δουλέψουμε θεραπευτικά τις σχέσεις του με σημαντικούς άλλους στη ζωή του, να δουλέψουμε σε σχέση με την εικόνα του εαυτού αλλά και με την έννοια του ελέγχου για το άτομο. Το φαγητό και η σχέση μας με αυτό περιέχει πολλούς συμβολισμούς που είναι πιθανό δουλεύοντας με αυτούς να καταλήξουμε σε πολύ βαθιές δυσκολίες του ατόμου που οδήγησαν στην διατροφική διαταραχή. Λεξικοποιώντας και κατανοώντας αυτές τις δυσκολίες μπορούμε να δουλέψουμε τα θέλω και τις ανάγκες του ατόμου σε σχέση με τη ζωή και τον εαυτό του.

Έλλειψη επικοινωνίας- Δυσκολίες στις σχέσεις

Πολύ συχνά άτομα έρχονται για θεραπεία με κύριο αίτημα δυσκολίες στις σχέσεις τους. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να αφορούν οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές σχέσεις. Συνήθως αυτές οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με δυσλειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας. Δεν έχουμε εκπαιδευτεί καθόλου στο πώς να επικοινωνούμε σωστά και ειλικρινά μέσα στις σχέσεις μας με αποτέλεσμα είτε να επαναλαμβάνουμε πρότυπα σχέσεων και επικοινωνίας που έχουμε βιώσει μέσα στις οικογένειές μας ή τις κοινωνικές μας συναναστροφές είτε να πειραματιζόμαστε συνεχώς σε ασταθή και δυσλειτουργικά μοτίβα συμπεριφοράς.

Μέσα από τη θεραπευτική σχέση μπορούμε να εκπαιδευτούμε σε λειτουργικά μοτίβα και πρότυπα συμπεριφοράς. Προσεγγίζοντας τους τρόπους που συνάπτουμε σχέσεις και πως επικοινωνούμε μέσα σ’ αυτές έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε τα δυσλειτουργικά στοιχεία της συμπεριφοράς μας και να οδηγηθούμε σε αλλαγές. Εφόσον η θεραπευτική σχέση και διαδικασία προσφέρει ένα ασφαλές περιβάλλον μέσα στο οποίο το άτομο μπορεί να υπάρξει όπως είναι και εν δυνάμει να αποκαλύψει τον εαυτό του, αρχίζει να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό και τις σχέσεις του με αποτέλεσμα τη βελτίωση του τρόπου επικοινωνίας και διάδρασής του.

Διαζύγιο

Τα διαζύγια έχουν αυξηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια και τα αίτια γι αυτό έχει αποδοθεί τόσο σε κοινωνικούς όσο και σε οικογενειακούς αλλά και προσωπικούς παράγοντες. Η αλήθεια είναι ότι οι παράγοντες αυτοί αλληλεπιδρούν έτσι είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε αν κάτι είναι αποτέλεσμα κοινωνικής, προσωπικής ή οικογενειακής αλλαγής. Οι αλλαγές στην κοινωνία έχουν διαταράξει τα όρια και τα χαρακτηριστικά των ρόλων μέσα στην οικογένεια αλλά και τον ρόλο ή τα όρια του ατόμου ως προς τον εαυτό αλλά και την κοινωνία μέσα στην οποία γεννιέται, εξελίσσεται και υπάρχει. Μέσα στο κοινωνικό σύνολο αλλά και την οικογένεια αναπτυσσόμαστε και εξελίσσουμε τον χαρακτήρα μας. Αν δεν έχουμε λειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας με τους γύρω μας οι δημιουργία και διατήρηση σχέσεων και οικογένειας γίνεται πιο δύσκολη ως αδύνατη. Συνηθίζουμε να τρέφουμε το Εγώ μας και να αδιαφορούμε για τα θέλω και τις ανάγκες του συντρόφου ή της οικογένειάς μας ενώ από την άλλη μεριά συχνά αφιερώνουμε το είναι μας για να καλύψουμε τις ανάγκες του συντρόφου ή της οικογένειάς μας με αποτέλεσμα να χάνουμε τον εαυτό μας και συνεπώς να μην είμαστε ενήμεροι για τις πραγματικές ανάγκες και τα θέλω μας. Ο φόβος της μοναξιάς, η ανάγκη για «κοινωνική αποδοχή», η ανάγκη δημιουργίας οικογένειας αλλά και η εσωτερική μας σύγχυση για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε συχνά οδηγούν στον γάμο χωρίς όμως τις σωστές προϋποθέσεις. Η βάση μιας λειτουργικής σχέσης είναι η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη που απαρτίζουν αυτή τη σχέση. Η έλλειψη λειτουργικής επικοινωνίας και το χάσμα ανάμεσα στα θέλω δύο ατόμων συχνά οδηγούν στο διαζύγιο.

Το διαζύγιο επηρεάζει συστημικά πολλά άτομα, το ζευγάρι, τα παιδιά (αν υπάρχουν) και την ευρύτερη οικογένεια των δύο ατόμων που χωρίζουν. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει ζευγάρια να βρουν λειτουργικά κανάλια επικοινωνίας και να αποφύγουν, αν τελικά αυτό θέλουν, το διαζύγιο. Αν τελικά το ζευγάρι αποφασίσει οριστικά στον χωρισμό, η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει το άτομο που βιώνει ή βίωσε τον χωρισμό να σταθεί πάλι στα πόδια του αλλά και να διατηρήσει μια λειτουργική σχέση με τον/την πρώην σύντροφο αν υπάρχουν παιδιά και όχι μόνο. Από την άλλη μεριά κάποιες μορφές ψυχοθεραπείας δύνανται να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανοήσουν και να αποδεχτούν την απόφαση των γονιών τους να χωρίσουν από ερωτικό ζευγάρι ενώ παράλληλα να εκφράζουν ελευθέρα τα συναισθήματά τους για την απώλεια της γονεϊκής σχέσης ώστε να βιώσουν την δύσκολή αυτή κατάσταση όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Πέρα απ’ αυτό είναι σημαντικό να διατηρείται μια σχέση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά γιατί ένας χωρισμός δεν σημαίνει ότι ένα παιδί πρέπει να χάνει την έντονη και συχνή επαφή με κάποιο από τους δύο γονείς. Επίσης πολύ σημαντικό είναι να μη νιώσουν σε καμία περίπτωση τα παιδιά ότι έχουν ευθύνη και τις αποφάσεις των γονιών τους.

Πένθος

Το πένθος είναι μια φυσιολογική κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι γεννιόμαστε με την προϋπόθεση ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Παρόλα αυτά στην εποχή μας ο θάνατος και το πένθος θεωρούνται θέματα ταμπού για τα οποία αποφεύγουμε να συζητάμε. Μέσα από την ανάλυση και εξήγηση των δυσκολιών που μπορεί να αντιμετωπίσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας φαίνεται ότι το κοινωνικό μας πλαίσιο και η εποχή στην οποία ζούμε επηρεάζουν πάρα πολύ την ψυχοσύνθεσή μας και το πώς αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητά μας. Ως προς το πένθος πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του αιώνα ήταν πολύ έντονο και αποδεκτό κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων ενώ το θέμα Sex ήταν ταμπού. Εδώ μιλάμε για το ένστικτο της ζωής (ή libido- σεξουαλική ορμή) και το ένστικτο του θανάτου (death instinct) κατά τη ψυχαναλυτική παράδοση και φαίνεται ότι ενώ και τα δύο ένστικτα είναι ότι πιο φυσιολογικό στη ζωή μας επιλέγουμε κατά εποχές να αποκλείουμε το ένα ή το άλλο από τον λόγο και τις συζητήσεις μας.

Το πένθος αφορά μια έντονη απώλεια στη ζωή ενός ανθρώπου (συνήθως θάνατο αλλά δεν αποκλείεται ότι πένθος μπορεί να βιωθεί πολύ έντονα και σε ένα χωρισμό, απουσία ενός αγαπημένου ατόμου κλπ.). Ζώντας σε μια κοινωνία που προσφέρει τα πάντα (μέχρι και την ψευδαίσθηση αιώνιας νεότητας και ζωής) δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να αντιμετωπίσουμε μια απώλεια χωρίς να καταστραφούμε. Πολλές φορές είτε αποφεύγουμε να βιώσουμε το πένθος βυθιζόμενοι στη δουλεία και τις υποχρεώσεις μας με την ελπίδα ότι το «άσχημο» συναίσθημα του κενού και της αβεβαιότητας απλά θα εξαφανιστεί, θα περάσει. Ο χρόνος όντως είναι γιατρός εφόσον όμως έχουμε τη δύναμη να αντέξουμε να βιώσουμε το πένθος. Από την άλλη μεριά κάποια άτομα βιώνουν τόσο έντονα το πένθος που παύουν να βρίσκουν νόημα στη ζωή τους έτσι παραιτούνται και βιώνουν έντονες και διαρκείς φάσεις αδράνειας και μελαγχολίας.

Επιπρόσθετα ένας θάνατος δεν προκαλεί συναισθήματα μόνο ως προς το γεγονός, την απώλεια του ατόμου που έφυγε ή την απώλεια της σχέσης με το άτομο αυτό, αλλά και συναισθήματα και σκέψεις ως προς τον δικό μας προσωπικό θάνατο. Πολύ συχνά τα άτομα που χάνουν κάποιο δικό τους έρχονται αντιμέτωποι και με την πιθανότητα (την 100% πιθανότητα) του δικού τους θανάτου. Κάτι τέτοιο προκαλεί, συχνά, έντονο υπαρξιακό άγχος και ερωτήματα. Ποιος είμαι; Τι κάνω με τη ζωή μου; Είμαι ευτυχισμένος; Τι συμβαίνει μετά τον θάνατο; Πως επηρεάζονται οι άνθρωποι από τον θάνατο ενός κοντινού τους ατόμου ή πως θα επηρεαστούν από τον δικό μου; Τι αφήνω πίσω μου; Αυτά τα ερωτήματα διερευνά το άτομο μέσα από μια θεραπευτική διαδικασία. Το άγχος θανάτου υπαρξιακά συνδέεται άμεσα με το άγχος αγνώστου αφού ο θάνατος ίσως να είναι το μόνο που ξέρουμε ότι σίγουρα θα μας συμβεί αλλά δεν γνωρίζουμε καθόλου τι ακριβώς είναι ούτε πότε θα συμβεί. Η έννοια του θανάτου μας φέρνει αντιμέτωπους με την απόλυτη απώλεια ελέγχου αφού δεν μπορούμε να ελέγξουμε το αν και πότε θα πεθάνουμε εμείς ή οι κοντινοί μας άνθρωποι.

Θεωρητικά αλλά και πρακτικά (απ’ ότι φαίνεται μέσα από έρευνες και παρατήρηση περιστατικών) το φυσιολογικό πένθος περνά από συγκεκριμένα στάδια

1. Σοκ και άρνηση: συχνά αρνούμαστε να δεχτούμε την

πραγματικότητα ενός θανάτου

2. Πόνος και τύψεις: μετά το σοκ συνήθως νιώθουμε τεράστιο πόνο αλλά και τύψεις για τυχών άσχημα πράγματα που είπαμε ή κάναμε προς το άτομο που απεβίωσε ή πράγματα

που δεν κάναμε για αυτόν

3. Θυμός και παζάρεμα: Ο πόνος δίνει τη θέση του στον θυμό και πολύ συχνά το άτομο ψάχνει να αποδώσει κάπου ευθύνες. Παράλληλα υπάρχει προσπάθεια για «παζάρεμα» με μια

ανώτερη δύναμη για να επιστρέψει αυτός που έφυγε.

4. Μελαγχολία, αναλογισμός, μοναξιά: συζήτηση και αναμνήσεις από τον εκλιπόντα που συνοδεύεται από αίσθημα μελαγχολίας ή «φυσιολογικής» κατάθλιψης συνοδευόμενο από

συναίσθημα μοναξιάς, αισθήματος κενού και απόγνωσης.

5. Ανοδική στροφή: το άτομο γίνεται πιο ήρεμο και σιγά- σιγά αρχίζει να συνειδητοποιεί το τι έγινε.

6. Αναδόμηση και αντιμετώπιση: το άτομο αρχίζει να γίνεται πάλι λειτουργικό και βρίσκει λειτουργικές λύσεις για τα καθημερινά του προβλήματα, μπαίνει ξανά στον στίβο της

ζωής.

7. Αποδοχή και ελπίδα: αποδοχή του γεγονότος και της θνητότητάς μας ως έμβια όντα. Αναγνωρίζουμε ότι υπήρχαμε και συνεχίζουμε να υπάρχουμε και μετά το τραγικό συμβάν τουθανάτου ενός ατόμου αφού τελικά η ζωή υπάρχει παράλληλα και διαδραστικά με τον θάνατο. Το άτομο αρχίζει να κοιτάζει προς το μέλλον και να επιδιώκει να ζήσει. Το πένθος είναι κάτι με το οποίο μπορούμε να δουλέψουμε θεραπευτικά ενώ τα στάδια τα οποία προαναφέρονται διαφέρουν από άτομο σε άτομο ως προς τη διάρκεια ή ακόμα και τη σειρά εμφάνισής τους ενώ συχνά παρουσιάζονται παλινδρομήσεις σε προηγούμενα στάδια. Στη θεραπεία είναι πολύ σημαντικό να δεχτούμε τον αφόρητο πόνο που φέρνει ο πελάτης, να του δώσουμε βήμα να μιλήσει γι’ αυτό χωρίς να προσπαθούμε βίαια να τον βγάλουμε από το πένθος ενώ παράλληλα θα εισαγάγουμε σιγά – σιγά την προοπτική του μέλλοντος και τη συνέχιση της ζωής του. Το άτομο αναγνωρίζει ότι η σχέση με αυτόν που έφυγε είναι εσωτερικευμένη και συνεχίζει να υπάρχει χωρίς όμως να εμποδίζει τις υπόλοιπες σχέσεις στη ζωή του ατόμου ή την λειτουργικότητά του στην καθημερινότητα.